top-image

https://www.prolipsichania.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/sldieshow.holding-hands-newgk-is-99.pnglink
https://www.prolipsichania.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/sldieshow.sea-sail-hope-prolipsi3gk-is-99.jpglink

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην πρόληψη των εξαρτήσεων

Oι εκπαιδευτικοί μέσα από την καθημερινή αλληλεπίδραση με τους μαθητές μέσω της διδασκαλίας και της επαφής που αναπτύσσουν μαζί τους μπορούν να τους προσφέρουν ένα νόημα και όραμα ζωής για το σήμερα και το αύριο, απαραίτητες προϋποθέσεις για την προστασία τους από κάθε είδους εξάρτηση και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα εξετάσουμε πώς κατά κάποιο τρόπο μπορούν να ξεπερασθούν κάποια προβλήματα που προκύπτουν κατά την διαδικασία της διδασκαλίας, αναγνωρίζοντας πρώτα από όλα κάποια από αυτά.

 

Χωρίς αμφιβολία, είναι πολύ ευχάριστη και ενισχυτική η αίσθηση που δημιουργείται σε ένα εκπαιδευτικό όταν ένας νέος άνθρωπος αποκτά μια καλύτερη και πληρέστερη αντίληψη του κόσμου μέσα από μια πραγματική σχέση μαζί του και χάρη στη δική του διδασκαλία. Δυστυχώς όμως συχνά η διδασκαλία γίνεται πηγή αποστέρησης, ματαίωσης και αποτυχίας τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους μαθητές. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι εκπαιδευτικοί ανακαλύπτουν ότι ο ενθουσιασμός τους για διδασκαλία και για μετάδοση γνώσεων, δεν προκαλεί πάντα στους νέους μια ανάλογη επιθυμία μάθησης. Συχνά μάλιστα είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι παρ΄ όλες τις προσπάθειές τους έχουν να αντιμετωπίσουν από την πλευρά των μαθητών, αντίσταση, έλλειψη διάθεσης και συγκέντρωσης και καμιά φορά μια έλλειψη ενδιαφέροντος που μπορεί να είναι και ανοιχτά δηλωμένη.

Στο παρελθόν είχαν εφαρμοσθεί διάφοροι τύποι διδασκαλίας με σκοπό την βελτίωση της, την πιο ενεργή συμμετοχή των μαθητών αλλά και την καλυτέρευση της διαπροσωπικής σχέσης μαθητή- εκπαιδευτικού. Συνοπτικά όμως μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο τύποι διδασκαλίας: αυτή που προκαλεί ικανοποίηση και ενθουσιασμό και αυτή που αγχώνει και απογοητεύει. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον τύπο διδασκαλίας είναι πολλοί, όμως ένας από αυτούς που παίζουν καθοριστικό ρόλο και χρειάζεται να δώσουμε μεγάλη σημασία, αφορά στην ικανότητα του διδάσκοντος να δημιουργεί μια ποιοτική διαπροσωπική σχέση με τους μαθητές του.

Σύμφωνα με τον Thomas Gordon μαθητή του Carl Rogers βασικό εκπρόσωπο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας η βελτίωση της διαπροσωπικής σχέσης μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή, χρειάζεται να έχει σαν σκοπό της τον σεβασμό των αναγκών τόσο του εκπαιδευτικού όσο και των μαθητών, σε αντίθεση μ΄ άλλες μεθόδους οι οποίες πότε ευνοούσαν τον καθηγητή και πότε τον μαθητή, δεδομένου του ότι στηρίζονταν στην επιβολή δύναμης.

Βασικός στόχος της μεθόδου αυτής είναι η βελτίωση της σχέσης εκπαιδευτικού και μαθητή και της μεταξύ τους επικοινωνίας, καθώς βασικά της στοιχεία είναι η ενσυναίσθηση ( δηλαδή η ικανότητα να μπαίνει κανείς στη θέση του άλλου και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως ο άλλος ) και η αποδοχή. Η αποδοχή αποτελεί τη βάση της ενσυναίσθησης και είναι στενά συνδεδεμένη με την μη επικριτική στάση μας σε σχέση με τις ενέργειες και τα κίνητρα του ατόμου που έχουμε απέναντί μας.

Είναι σημαντικό επομένως ο εκπαιδευτικός να αποδεχτεί τον μαθητή του. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να αποφευχθεί η σύγχυση και η χρησιμοποίηση της αποδοχής και της κατανόησης που συνοδεύουν την ενσυναίσθηση, ως τρόπου "συγχώρεσης" και "άφεσης αμαρτιών" της παραβατικής ή αρνητικής συμπεριφοράς του μαθητή. Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να σεβαστεί και τον μαθητή αλλά και τον εαυτό του, εάν θέλει να προσεγγίσει τόσο τους στόχους της διδασκαλίας όσο και την καλυτέρευση των σχέσεων του με τους μαθητές του.

Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να ξεπερασθούν ως ένα βαθμό βέβαια, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εν μέρει στην σχέση τους οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Γενικότερα τα προβλήματα που δημιουργούνται μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Α. Προβλήματα που αφορούν στο μαθητή.
Β. Προβλήματα που αφορούν στον εκπαιδευτικό.

Η ικανότητα του εκπαιδευτικού να ξεχωρίζει τους δύο αυτούς τύπους προβλημάτων είναι καθοριστικής σημασίας για την διατήρηση της καλής σχέσης με τον μαθητή. Πιο συγκεκριμένα το πρόβλημα θεωρούμε ότι αφορά στον εκπαιδευτικό, όταν η συμπεριφορά του μαθητή και η ικανοποίηση των αναγκών του, έρχεται και παρεμποδίζει την ικανοποίηση των αναγκών του εκπαιδευτικού. Για παράδειγμα τον εμποδίζουν να διδάξει και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, τον εκνευρίζουν και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπεριφορά των μαθητών ενοχλεί και δημιουργεί πρόβλημα στον εκπαιδευτικό, ο οποίος και θα πρέπει να το επιλύσει αν θέλει να συνεχίσει απρόσκοπτα κα αποτελεσματικά το παιδαγωγικό του έργο. Όταν τώρα οι ανάγκες του μαθητή δεν ικανοποιούνται, αλλά αυτό δεν παρεμποδίζει την ικανοποίηση των αναγκών του εκπαιδευτικού, τότε λέμε ότι το πρόβλημα ανήκει στο μαθητή. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ένα μαθητή που παραπονιέται ότι οι φίλοι τον αποφεύγουν και είναι απογοητευμένος και θυμωμένος μαζί τους. Σ΄ αυτήν την περίπτωση ο εκπαιδευτικός βρίσκεται μπροστά σε ένα προσωπικό πρόβλημα που ζει ο μαθητής, που όμως δεν τον εμποδίζει να προχωρήσει στην εργασία που έχει αναλάβει. Συνεπώς το πρόβλημα ανήκει στο μαθητή.

Ο τρόπος αντίδρασης του εκπαιδευτικού για να είναι αποτελεσματικός, θα πρέπει να είναι διαφορετικός στη μία και διαφορετικός στην άλλη περίπτωση.
Όταν το πρόβλημα είναι του μαθητή, τότε η καταλληλότερη αντίδραση από την πλευρά του εκπαιδευτικού είναι η γλώσσα της αποδοχής. Όταν ένα άτομο αισθανθεί ότι είναι πραγματικά αποδεκτό έτσι όπως είναι μπορεί να αρχίσει να εξελίσσεται. Δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανένα. Αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές πολλών εκπαιδευτικών, που είναι πεπεισμένοι για το ακριβώς αντίθετο. Με βάση το σκεπτικό αυτό λοιπόν, αισθάνονται υποχρεωμένοι να εντοπίζουν συνεχώς και να επικοινωνούν στο μαθητή αυτό που δεν δέχονται σ αυτόν, μέσα από κρίσεις, επικρίσεις, παρατηρήσεις, κανόνες και τιμωρίες. Στη πράξη όμως, τα πράγματα δεν λειτουργούν μ΄ αυτόν τον τρόπο και αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι εκπαιδευτικοί. Τα ποσοστά αποτυχίας αυτής της πρακτικής είναι κατά πολύ υψηλότερα από αυτά της επιτυχίας. Βέβαια το να αισθανθεί αποδοχή ένας εκπαιδευτικός για ένα μαθητή είναι ένα πράγμα, το να το κάνει όμως αισθητό στο μαθητή, είναι κάτι άλλο.

Αν η αποδοχή για κάποιους λόγους υπάρχει, αλλά δεν φτάνει στο μαθητή, δεν έχει επίδραση πάνω του. Για να γίνει μια θετική δύναμη και να επιδράσει αποτελεσματικά πάνω στους άλλους πρέπει να μεταδίδεται και να εκδηλώνεται ενεργητικά. Αυτό συνοπτικά μπορεί να γίνει κυρίως με τους παρακάτω τρόπους:
Α. μη λεκτική συμπεριφορά: η μη λεκτική επικοινωνία (χειρονομίες, βλέμμα, φωνή, στάση σώματος) είναι πολλή σημαντική και από εκτιμήσεις που έχουν γίνει, υπολογίζεται ότι το 65% ή και περισσότερο του νοήματος ενός μηνύματος μεταβιβάζεται μη λεκτικά.
Β. ενεργητική ακρόαση: η ενεργητική ακρόαση είναι μία από τις σημαντικότερες και δυσκολότερες ίσως δεξιότητες και αποτελεί το κυριότερο μέσο που έχει στα χέρια του ο εκπαιδευτικός όταν το πρόβλημα ανήκει στο μαθητή. Η ενεργητική ακρόαση απαιτεί μια λεκτική αλληλεπίδραση με το μαθητή και στηρίζεται πάντα στην προσεχτική παρακολούθηση των όσων αυτός λέει (λεκτικό περιεχόμενο) αλλά και των όσων δεν λέει ( υποβόσκοντα συναισθήματα). Με την ενεργητική ακρόαση ο μαθητής αισθάνεται αποδεκτός, αναλύει πιο εύκολα το πρόβλημά του και αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για να το αντιμετωπίσει και να βρει τη λύση του. Στην ενεργητική ακρόαση ο εκπαιδευτικός δεν χρειάζεται να παίξει τον ρόλο του ψυχολόγου, αλλά ούτε και να οικειοποιηθεί το πρόβλημα του μαθητή. Ο ρόλος του είναι βασικά διευκολυντικός και αυτό που χρειάζεται απλά να κάνει, είναι να είναι διαθέσιμος στο να ακούσει τον μαθητή όχι μόνο με το μυαλό αλλά κυρίως με την καρδιά και να τον βοηθήσει να πάρει την ευθύνη του εαυτού του.
Γ. σιωπή: η σιωπή είναι ένα μη λεκτικό μήνυμα, πολύ αξιόλογο, αφού βοηθάει στον να αισθανθεί ένας μαθητής πραγματικά αποδεκτός, αρκεί βέβαια να δίνει ο εκπαιδευτικός το μήνυμα ότι "ακροάζεται" πραγματικά τον μαθητή του.
Τώρα όταν το πρόβλημα αφορά στον εκπαιδευτικό, όταν δηλαδή είναι αυτός που εξαιτίας της συμπεριφοράς των μαθητών, αισθάνεται ότι δεν ικανοποιούνται οι προσδοκίες του τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη τρεις σημαντικοί παράγοντες: ο μαθητής, το περιβάλλον και ο παιδαγωγός. Με βάση τους τρεις αυτούς παράγοντες, υπάρχουν και τρεις δυνατές αντιδράσεις-παρεμβάσεις:
Α. προσπάθεια αλλαγής της συμπεριφοράς του μαθητή
Β. προσπάθεια αλλαγής του περιβάλλοντος και τέλος
Γ. προσπάθεια αλλαγής του ίδιου του εκπαιδευτικού
Εμείς στο συγκεκριμένο άρθρο θα επικεντρωθούμε στην πρώτη δυνατότητα, δηλαδή στην προσπάθεια αλλαγής της συμπεριφοράς του μαθητή, χωρίς όμως να του δημιουργηθεί πρόβλημα και χωρίς να διαταραχτεί η σχέση μας μαζί του. Συνήθως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το μαθητή σε μία προβληματική κατάσταση, είναι με τη χρήση αυτού που ονομάζουμε "μήνυμα – εσύ". Για παράδειγμα εκφράσεις του τύπου ηρέμησε, σταμάτα αμέσως, κάνεις σα παιδί πρώτης δημοτικού κλπ.
΄Παράλληλα όμως με τα ΄΄ μηνύματα εσύ΄ ΄ τα οποία επικεντρώνονται στον μαθητή υπάρχουν και τα ΄΄μηνύματα-εγώ΄΄ τα οποία επικεντρώνονται στον εκπαιδευτικό, σ΄ αυτόν δηλαδή στον οποίο και αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Για παράδειγμα εκφράσεις όπως:ανησυχώ μήπως και δεν προλάβουμε να τελειώσουμε το μάθημα ή νιώθω αναστατωμένος κλπ. Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των "μηνυμάτων-εγώ":
Α. ωθούν το μαθητή να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του
Β. μεταβιβάζουν την ελάχιστη δυνατή αρνητική εκτίμηση(αξιολόγηση) για το μαθητή και
Γ. δεν βλάπτουν καθόλου την προσωπική σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή. Βέβαια μερικές φορές χρειάζεται ίσως κάποιο κουράγιο για να μπορέσει ένας εκπαιδευτικός να χρησιμοποιήσει τα ΄ ΄μηνύματα –εγώ ΄΄ κυρίως αν είναι της άποψης ότι ο παιδαγωγός πρέπει πάντα να είναι τέλειος, σωστός, να μη φοβάται, να μην κάνει λάθη και να μην εκφράζει τα προσωπικά του συναισθήματα. Σ΄ αυτή την περίπτωση λοιπόν το καταφύγιο είναι τα ΄΄ μηνύματα –εσύ΄΄ που του επιτρέπουν να κρύψει τις αδυναμίες και τα συναισθήματά του σε σχέση με ότι έγινε.
Στην πράξη όμως, αυτό που συμβαίνει όταν ο εκπαιδευτικός χρησιμοποιεί τα ΄΄μηνύματα – εγώ΄ ΄είναι ότι οι μαθητές τις περισσότερες φορές αντιδρούν πολύ θετικά, γιατί βλέπουν στον εκπαιδευτικό τους ένα άνθρωπο που μπορεί να στενοχωρηθεί, να θυμώσει, να πονέσει, να απογοητευθεί, δηλαδή τον αντιλαμβάνονται ως ένα φυσιολογικό άνθρωπο, ευάλωτο και με αδυναμίες, γεγονός που βελτιώνει και διευκολύνει την μεταξύ τους σχέση, μ΄ αποτέλεσμα και η διδασκαλία να προσεγγίζει καλύτερα τους στόχους της αλλά και οι εκπαιδευτικοί με τους μαθητές να νιώθουν πιο ικανοποιημένοι και πλήρεις ψυχολογικά κατά την όλη διαδικασία.

© Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας
Περιφερειακής Ενότητας Χανίων. Website by IMMKO.